- ἀξιοκοινώνητος
- ἀξιο-κοινώνητος, ον,A worthy of our society, Pl.R.371e; worthy to share in,
τοῦ συλλόγου Lg.961a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ συλλόγου Lg.961a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αξιοκοινώνητος — ἀξιοκοινώνητος, ον (Α) όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀξιοκοινώνητος — worthy of our society masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοκοινωνήτους — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοκοινώνητοι — ἀξιοκοινώνητος worthy of our society masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)